εύρος

εύρος
Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο: όπου Ε το ε. του αστέρα, δ η απόκλισή του και φ το γεωγραφικό πλάτος του τόπου. (Ηλεκτρολ.) Το πλάτος που αποκτά ένα φυσικό και ιδιαίτερα ηλεκτρικό μέγεθος στις συγκεκριμένες περιπτώσεις της παραγωγής του, για παράδειγμα το ε. φάσματος συχνοτήτων που ακτινοβολούνται από έναν πομπό ή της διέλευσής του, όπως εκείνης των συχνοτήτων που διέρχονται από ένα φίλτρο. Το φαινόμενο αυτό έχει αποδειχτεί με πολλούς πειραματισμούς. (Μαθημ.) Η διαφορά ανάμεσα στη μέγιστη και στην ελάχιστη τιμή ορισμένων αποτελεσμάτων από μία παρατήρηση. (Μετεωρ.) Όρος που βρίσκει εφαρμογή σε όλα τα κλιματικά στοιχεία που παρουσιάζουν περιοδικές μεταβολές, για παράδειγμα η θερμοκρασία. Το χρονικό διάστημα που εκλέγεται για τη μελέτη του ε. μπορεί να είναι η ημέρα, ο μήνας ή το έτος. Η διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης θερμοκρασίας μίας ημέρας ονομάζεται ημερήσιο θερμομετρικό ε., έχει μεγάλη σημασία τόσο από μετεωρολογική όσο και από κλιματολογική σκοπιά και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους σπουδαιότεροι είναι το γεωγραφικό πλάτος, η γεωγραφική θέση, η νέφωση, η εποχή, η φύση του εδάφους, το υψόμετρο κ.ά. Η διαφορά μεταξύ των μέσων θερμοκρασιών του θερμότερου και του ψυχρότερου μήνα του έτους λέγεται ετήσιο θερμομετρικό ε. Οι παράγοντες που ρυθμίζουν το ημερήσιο ε. ρυθμίζουν και το ετήσιο και μάλιστα με την ίδια έννοια, εκτός από το γεωγραφικό πλάτος του οποίου η επίδραση είναι αντίθετη (όσο αυξάνει το γεωγραφικό πλάτος, ανάλογα αυξάνει και το ετήσιο θερμομετρικό ε., ενώ το ημερήσιο ελαττώνεται). Οι αντιστοιχίες των ετησίων ε. στους διάφορους τύπους κλιμάτων ποικίλουν. Ο ισημερινός τύπος έχει ετήσιο ε. μικρό, 1°-2°C πάνω από τους ωκεανούς και 5°-10°C πάνω από τις ηπείρους. Ο τροπικός τύπος έχει ετήσιο ε. 5°-10°C πάνω από τους ωκεανούς και 15°-20°C πάνω από τις ηπείρους. Ο εύκρατος θαλάσσιος τύπος έχει ετήσιο ε. 10°-15°C. Ο εύκρατος ηπειρωτικός τύπος έχει μεγάλα ετήσια ε. που φτάνουν τους 40°-50°C και μπορούν να ξεπεράσουν τους 60°C ή και περισσότερο στα εσωτερικό των ηπείρων που βρίσκονται μακριά από τη θάλασσα. Ο πολικός τύπος έχει μεγάλο ετήσιο ε. με μέγιστο κατά τον Αύγουστο και ελάχιστο στα τέλη της χειμερινής εποχής, δηλαδή κατά τον Μάρτιο για το βόρειο ημισφαίριο. Ο μουσωνικός τύπος έχει διπλή ετήσια κύμανση της θερμοκρασίας με πρωτεύον ελάχιστο τον χειμώνα και δευτερεύον πολύ ασθενές κατά την περίοδο των θερινών βροχών. Τέλος, έχει πρωτεύον μέγιστο πριν από την έναρξη των θερινών βροχών και δευτερεύον μετά τη λήξη τους.
* * *
(I)
ο (ΑΜ εὖρος)
ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο σιρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *εὗσ-ρος (< εὕω «αποξηραίνω»). Η ψίλωση τής λ. εύρος πιθ. αναλογικώς προς τη λ. αύρα].
————————
(II)
το (ΑΜ εὖρος, -ους)
η απόσταση μεταξύ τών πλευρών ενός σώματος ή σχήματος, το πλάτος
νεοελλ.
1. μαθ. η απόσταση δύο ορίων μεταξύ τών οποίων περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας
2. αστρον. το συμπλήρωμα τού αζιμουθίου ενός αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του
3. φρ. α) (στη γεωμετρία) «εύρος τόξου» — η απόσταση μεταξύ τών δύο άκρων τού τόξου
β) αστρον. «εύρος αστέρος» — το συμπλήρωμα τού αζιμουθίου»
αρχ.
«εὖρος» και «ἐν εὔρει» και «εἰς εὖρος» — κατά πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευρύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Εὖρος — the East wind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὖρος — the East wind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρος — το ους 1. η απόσταση μεταξύ των κοντινότερων πλευρών μιας επιφάνειας, αλλ. πλάτος, φάρδος. 2. «εύρος τόξου», η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. 3. (μαθημ.), η απόσταση δύο ορίων ανάμεσα στα οποία υπάρχουν οι τιμές μεταβλητής ποσότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύρος ανοχής — Η περιοχή μεταξύ της ελάχιστης και της μέγιστης τιμής ενός αβιοτικού παράγοντα (θερμοκρασίας, υγρασίας κλπ.) στην οποία ένας οργανισμός μπορεί να συνεχίζει τη φυσιολογική λειτουργία του. Σε γραφική παράσταση η δραστηριότητα του οργανισμού μέσα σε …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασιακό εύρος — Η διαφορά μεταξύ των θερμοκρασιών ενός σώματος σε δύο διαφορετικούς χρόνους· ειδικά στη μετεωρολογία, είναι η διαφορά μεταξύ μέγιστων και ελάχιστων τιμών της θερμοκρασίας του αέρα ενός τόπου, που πραγματοποιούνται σε ορισμένο χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • εὔρει — εὖρος the East wind neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὔρεϊ , εὖρος the East wind neut dat sg (epic ionic) εὖρος the East wind neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρέων — εὖρος the East wind neut gen pl (epic doric ionic aeolic) εὐρύς wide masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) εὐρέω̆ν , εὐρύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρεα — εὖρος the East wind neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρεος — εὖρος the East wind neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρην — εὖρος the East wind neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”